ζαλίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζαλίζομαι
Ρήμα επεξεργασία
ζαλίζομαι
- νιώθω ζάλη, ζαλάδα, ίλιγγο
- μπερδεύομαι πολύ εξετάζοντας ένα ζήτημα και κουράζομαι πνευματικά με αποτέλεσμα να μην μπορώ να σκεφτώ καθαρά