Ετυμολογία

επεξεργασία
vertige < vertigo < vertigine < λατινική vertigo (περιστροφική κίνηση) < vertere, (γυρίζω, περιστρέφω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɛʁ.tiʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vertige vertiges

vertige (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία