Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαβλακωμένος η ζαβλακωμένη το ζαβλακωμένο
      γενική του ζαβλακωμένου της ζαβλακωμένης του ζαβλακωμένου
    αιτιατική τον ζαβλακωμένο τη ζαβλακωμένη το ζαβλακωμένο
     κλητική ζαβλακωμένε ζαβλακωμένη ζαβλακωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαβλακωμένοι οι ζαβλακωμένες τα ζαβλακωμένα
      γενική των ζαβλακωμένων των ζαβλακωμένων των ζαβλακωμένων
    αιτιατική τους ζαβλακωμένους τις ζαβλακωμένες τα ζαβλακωμένα
     κλητική ζαβλακωμένοι ζαβλακωμένες ζαβλακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαβλακωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου ζαβλακώνω < συμφυρμός των ζαβωμένος και (απο)βλακωμένος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.vla.koˈme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

ζαβλακωμένος, -η, -ο

  1. που έχει ζαβλακωθεί, που έχει χαζέψει
  2. (μεταφορικά) ζαλισμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία