↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναρκωμένος η ναρκωμένη το ναρκωμένο
      γενική του ναρκωμένου της ναρκωμένης του ναρκωμένου
    αιτιατική τον ναρκωμένο τη ναρκωμένη το ναρκωμένο
     κλητική ναρκωμένε ναρκωμένη ναρκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναρκωμένοι οι ναρκωμένες τα ναρκωμένα
      γενική των ναρκωμένων των ναρκωμένων των ναρκωμένων
    αιτιατική τους ναρκωμένους τις ναρκωμένες τα ναρκωμένα
     κλητική ναρκωμένοι ναρκωμένες ναρκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναρκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ναρκώνω

ναρκωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία