Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζαβωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζαβωμέν
ος
η
ζαβωμέν
η
το
ζαβωμέν
ο
γενική
του
ζαβωμέν
ου
της
ζαβωμέν
ης
του
ζαβωμέν
ου
αιτιατική
τον
ζαβωμέν
ο
τη
ζαβωμέν
η
το
ζαβωμέν
ο
κλητική
ζαβωμέν
ε
ζαβωμέν
η
ζαβωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζαβωμέν
οι
οι
ζαβωμέν
ες
τα
ζαβωμέν
α
γενική
των
ζαβωμέν
ων
των
ζαβωμέν
ων
των
ζαβωμέν
ων
αιτιατική
τους
ζαβωμέν
ους
τις
ζαβωμέν
ες
τα
ζαβωμέν
α
κλητική
ζαβωμέν
οι
ζαβωμέν
ες
ζαβωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζαβωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ζαβώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ζαβωμένος, -η, -ο
χαλασμένος
,
στραβωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζαβωμένος