ζαβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαζαβώνω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει στραβό, στρεβλό, να μην είναι πια ίσιο
- (μεταφορικά) προκαλώ δυσκολίες ή μια άσχημη εξέλιξη
- (αμετάβατο) γίνομαι στραβός
- (μεταφορικά) παίρνω άσχημη τροπή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζαβώνω | ζάβωνα | θα ζαβώνω | να ζαβώνω | ζαβώνοντας | |
β' ενικ. | ζαβώνεις | ζάβωνες | θα ζαβώνεις | να ζαβώνεις | ζάβωνε | |
γ' ενικ. | ζαβώνει | ζάβωνε | θα ζαβώνει | να ζαβώνει | ||
α' πληθ. | ζαβώνουμε | ζαβώναμε | θα ζαβώνουμε | να ζαβώνουμε | ||
β' πληθ. | ζαβώνετε | ζαβώνατε | θα ζαβώνετε | να ζαβώνετε | ζαβώνετε | |
γ' πληθ. | ζαβώνουν(ε) | ζάβωναν ζαβώναν(ε) |
θα ζαβώνουν(ε) | να ζαβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζάβωσα | θα ζαβώσω | να ζαβώσω | ζαβώσει | ||
β' ενικ. | ζάβωσες | θα ζαβώσεις | να ζαβώσεις | ζάβωσε | ||
γ' ενικ. | ζάβωσε | θα ζαβώσει | να ζαβώσει | |||
α' πληθ. | ζαβώσαμε | θα ζαβώσουμε | να ζαβώσουμε | |||
β' πληθ. | ζαβώσατε | θα ζαβώσετε | να ζαβώσετε | ζαβώστε | ||
γ' πληθ. | ζάβωσαν ζαβώσαν(ε) |
θα ζαβώσουν(ε) | να ζαβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζαβώσει | είχα ζαβώσει | θα έχω ζαβώσει | να έχω ζαβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζαβώσει | είχες ζαβώσει | θα έχεις ζαβώσει | να έχεις ζαβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζαβώσει | είχε ζαβώσει | θα έχει ζαβώσει | να έχει ζαβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζαβώσει | είχαμε ζαβώσει | θα έχουμε ζαβώσει | να έχουμε ζαβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζαβώσει | είχατε ζαβώσει | θα έχετε ζαβώσει | να έχετε ζαβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζαβώσει | είχαν ζαβώσει | θα έχουν ζαβώσει | να έχουν ζαβώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαβώνω
|