Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαβώνω < ζαβός + -ώνω

ζαβώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει στραβό, στρεβλό, να μην είναι πια ίσιο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι στραβός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία