Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαβώνω < ζαβός + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ζαβώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει στραβό, στρεβλό, να μην είναι πια ίσιο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι στραβός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία