Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαβός η ζαβή το ζαβό
      γενική του ζαβού της ζαβής του ζαβού
    αιτιατική τον ζαβό τη ζαβή το ζαβό
     κλητική ζαβέ ζαβή ζαβό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαβοί οι ζαβές τα ζαβά
      γενική των ζαβών των ζαβών των ζαβών
    αιτιατική τους ζαβούς τις ζαβές τα ζαβά
     κλητική ζαβοί ζαβές ζαβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαβός < μεσαιωνική ελληνική ζαβός < αβέβαιης ετυμολόγησης

  Επίθετο επεξεργασία

ζαβός, -ή, -ό

  1. (ως προς το σχήμα) στραβός, στρεβλός, όχι ίσιος
  2. (μεταφορικά) ανόητος, χαζός, με νοητικό ελάττωμα
  3. (μεταφορικά) ιδιότροπος, παράξενος

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία