ζαβός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζαβός < μεσαιωνική ελληνική ζαβός < αβέβαιης ετυμολόγησης
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ζαβός, -ή, -ό
- (ως προς το σχήμα) στραβός, στρεβλός, όχι ίσιος
- (μεταφορικά) ανόητος, χαζός, με νοητικό ελάττωμα
- (μεταφορικά) ιδιότροπος, παράξενος