διαβολιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαβολιά | οι | διαβολιές |
γενική | της | διαβολιάς | των | διαβολιών |
αιτιατική | τη | διαβολιά | τις | διαβολιές |
κλητική | διαβολιά | διαβολιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβολιά < αρχαία ελληνική διαβολία < διάβολος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβολιά θηλυκό
- πράξη (συνήθως ενός παιδιού) που γίνεται με πονηριά και προκαλεί πρόβλημα ή κάποια μικροκαταστροφή
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβολιά
|