ζαβά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαβά < ζαβός
Επίρρημα
επεξεργασίαζαβά
- (οικείο) ή (λαϊκότροπο) ανόητα, ηλίθια
- φέρθηκε πολύ ζαβά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαβά
→ δείτε τη λέξη ανόητα |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαζαβά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζαβό