ζαβάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαβάδα | οι | ζαβάδες |
γενική | της | ζαβάδας | των | ζαβάδων |
αιτιατική | τη | ζαβάδα | τις | ζαβάδες |
κλητική | ζαβάδα | ζαβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζαβάδα < ζαβός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαβάδα θηλυκό