ζαβολιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαβολιά | οι | ζαβολιές |
γενική | της | ζαβολιάς | των | ζαβολιών |
αιτιατική | τη | ζαβολιά | τις | ζαβολιές |
κλητική | ζαβολιά | ζαβολιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζαβολιά θηλυκό
- (οικείο) η παραβίαση κάποιων κανόνων, συνήθως σε παιχνίδια μεταξύ παιδιών αλλά και γενικότερα στις συναλλαγές και τις ανθρώπινες σχέσεις