↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαβολιάρης η ζαβολιάρα το ζαβολιάρικο
      γενική του ζαβολιάρη της ζαβολιάρας του ζαβολιάρικου
    αιτιατική τον ζαβολιάρη τη ζαβολιάρα το ζαβολιάρικο
     κλητική ζαβολιάρη ζαβολιάρα ζαβολιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαβολιάρηδες οι ζαβολιάρες τα ζαβολιάρικα
      γενική των ζαβολιάρηδων των ζαβολιάρικων
    αιτιατική τους ζαβολιάρηδες τις ζαβολιάρες τα ζαβολιάρικα
     κλητική ζαβολιάρηδες ζαβολιάρες ζαβολιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαβολιάρης < ζαβολ(ιά) + -ιάρης

  Επίθετο

επεξεργασία

ζαβολιάρης -α -ικο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία