Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατεργαριά οι κατεργαριές
      γενική της κατεργαριάς των κατεργαριών
    αιτιατική την κατεργαριά τις κατεργαριές
     κλητική κατεργαριά κατεργαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατεργαριά < κατεργάρης + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατεργαριά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία