Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξελιγωμένος η ξελιγωμένη το ξελιγωμένο
      γενική του ξελιγωμένου της ξελιγωμένης του ξελιγωμένου
    αιτιατική τον ξελιγωμένο την ξελιγωμένη το ξελιγωμένο
     κλητική ξελιγωμένε ξελιγωμένη ξελιγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξελιγωμένοι οι ξελιγωμένες τα ξελιγωμένα
      γενική των ξελιγωμένων των ξελιγωμένων των ξελιγωμένων
    αιτιατική τους ξελιγωμένους τις ξελιγωμένες τα ξελιγωμένα
     κλητική ξελιγωμένοι ξελιγωμένες ξελιγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελιγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξελιγώνω. Μορφολογικά αναλύεται σε ξε- + λιγωμένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.li.ɣoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐λι‐γω‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

ξελιγωμένος, -η, -ο

  1. έχω ξελιγωθεί
    Είμαι ξελιγωμένη στην πείνα.
    Αισθάνομαι ξελιγωμένος απ' την πολλή δουλειά.
  2. λαχταράω κάτι πολύ
    Κοιτάζει ξελιγωμένος τις κοπελίτσες και τους ζητάει ραντεβού.

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία