ξελιγωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξελιγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξελιγώνω. Μορφολογικά αναλύεται σε ξε- + λιγωμένος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.li.ɣoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐λι‐γω‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
ξελιγωμένος, -η, -ο
- έχω ξελιγωθεί
- ↪ Είμαι ξελιγωμένη στην πείνα.
- ↪ Αισθάνομαι ξελιγωμένος απ' την πολλή δουλειά.
- λαχταράω κάτι πολύ
- ↪ Κοιτάζει ξελιγωμένος τις κοπελίτσες και τους ζητάει ραντεβού.
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- ξελιγωμένα (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ξελιγωμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας