ξελιγώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξελιγώνω (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξελιγώνω (συνέρχομαι από λιποθυμία) < ξε- και ὀλιγώνω < (ελληνιστική κοινή) ή ελληνιστική ὀλιγόω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.liˈɣo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαξελιγώνω, αόρ.: ξελίγωσα, παθ.φωνή: ξελιγώνομαι, π.αόρ.: ξελιγώθηκα, μτχ.π.π.: ξελιγωμένος
- εξαντλώ κάποιον με την πείνα ή την κούραση
- αυτή η δίαιτα μ' έχει ξελιγώσει στην πείνα
- προκαλώ σε κάποιον δυσφορία δίνοντάς του πολλά γλυκά και καθόλου νερό
- (μεταφορικά) κάνω κάποιον να γελάσει πολύ (συνήθως στους παθητικούς τύπους)
- ξελιγώθηκα στα γέλια! τρέχουν δάκρυα απ' τα μάτια μου!
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξελιγώνω | ξελίγωνα | θα ξελιγώνω | να ξελιγώνω | ξελιγώνοντας | |
β' ενικ. | ξελιγώνεις | ξελίγωνες | θα ξελιγώνεις | να ξελιγώνεις | ξελίγωνε | |
γ' ενικ. | ξελιγώνει | ξελίγωνε | θα ξελιγώνει | να ξελιγώνει | ||
α' πληθ. | ξελιγώνουμε | ξελιγώναμε | θα ξελιγώνουμε | να ξελιγώνουμε | ||
β' πληθ. | ξελιγώνετε | ξελιγώνατε | θα ξελιγώνετε | να ξελιγώνετε | ξελιγώνετε | |
γ' πληθ. | ξελιγώνουν(ε) | ξελίγωναν ξελιγώναν(ε) |
θα ξελιγώνουν(ε) | να ξελιγώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξελίγωσα | θα ξελιγώσω | να ξελιγώσω | ξελιγώσει | ||
β' ενικ. | ξελίγωσες | θα ξελιγώσεις | να ξελιγώσεις | ξελίγωσε | ||
γ' ενικ. | ξελίγωσε | θα ξελιγώσει | να ξελιγώσει | |||
α' πληθ. | ξελιγώσαμε | θα ξελιγώσουμε | να ξελιγώσουμε | |||
β' πληθ. | ξελιγώσατε | θα ξελιγώσετε | να ξελιγώσετε | ξελιγώστε | ||
γ' πληθ. | ξελίγωσαν ξελιγώσαν(ε) |
θα ξελιγώσουν(ε) | να ξελιγώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξελιγώσει | είχα ξελιγώσει | θα έχω ξελιγώσει | να έχω ξελιγώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξελιγώσει | είχες ξελιγώσει | θα έχεις ξελιγώσει | να έχεις ξελιγώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξελιγώσει | είχε ξελιγώσει | θα έχει ξελιγώσει | να έχει ξελιγώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξελιγώσει | είχαμε ξελιγώσει | θα έχουμε ξελιγώσει | να έχουμε ξελιγώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξελιγώσει | είχατε ξελιγώσει | θα έχετε ξελιγώσει | να έχετε ξελιγώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξελιγώσει | είχαν ξελιγώσει | θα έχουν ξελιγώσει | να έχουν ξελιγώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξελιγώνομαι | ξελιγωνόμουν(α) | θα ξελιγώνομαι | να ξελιγώνομαι | ||
β' ενικ. | ξελιγώνεσαι | ξελιγωνόσουν(α) | θα ξελιγώνεσαι | να ξελιγώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ξελιγώνεται | ξελιγωνόταν(ε) | θα ξελιγώνεται | να ξελιγώνεται | ||
α' πληθ. | ξελιγωνόμαστε | ξελιγωνόμαστε ξελιγωνόμασταν |
θα ξελιγωνόμαστε | να ξελιγωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξελιγώνεστε | ξελιγωνόσαστε ξελιγωνόσασταν |
θα ξελιγώνεστε | να ξελιγώνεστε | (ξελιγώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξελιγώνονται | ξελιγώνονταν ξελιγωνόντουσαν |
θα ξελιγώνονται | να ξελιγώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξελιγώθηκα | θα ξελιγωθώ | να ξελιγωθώ | ξελιγωθεί | ||
β' ενικ. | ξελιγώθηκες | θα ξελιγωθείς | να ξελιγωθείς | ξελιγώσου | ||
γ' ενικ. | ξελιγώθηκε | θα ξελιγωθεί | να ξελιγωθεί | |||
α' πληθ. | ξελιγωθήκαμε | θα ξελιγωθούμε | να ξελιγωθούμε | |||
β' πληθ. | ξελιγωθήκατε | θα ξελιγωθείτε | να ξελιγωθείτε | ξελιγωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξελιγώθηκαν ξελιγωθήκαν(ε) |
θα ξελιγωθούν(ε) | να ξελιγωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξελιγωθεί | είχα ξελιγωθεί | θα έχω ξελιγωθεί | να έχω ξελιγωθεί | ξελιγωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξελιγωθεί | είχες ξελιγωθεί | θα έχεις ξελιγωθεί | να έχεις ξελιγωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξελιγωθεί | είχε ξελιγωθεί | θα έχει ξελιγωθεί | να έχει ξελιγωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξελιγωθεί | είχαμε ξελιγωθεί | θα έχουμε ξελιγωθεί | να έχουμε ξελιγωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξελιγωθεί | είχατε ξελιγωθεί | θα έχετε ξελιγωθεί | να έχετε ξελιγωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξελιγωθεί | είχαν ξελιγωθεί | θα έχουν ξελιγωθεί | να έχουν ξελιγωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξελιγωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξελιγωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξελιγωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξελιγωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξελιγωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξελιγωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξελιγωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξελιγωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξελιγώνω
|