Ετυμολογία

επεξεργασία
ξελιγώνω (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξελιγώνω (συνέρχομαι από λιποθυμία) < ξε- και ὀλιγώνω < (ελληνιστική κοινή) ή ελληνιστική ὀλιγόω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kse.liˈɣo.no/

ξελιγώνω, αόρ.: ξελίγωσα, παθ.φωνή: ξελιγώνομαι, π.αόρ.: ξελιγώθηκα, μτχ.π.π.: ξελιγωμένος

  1. εξαντλώ κάποιον με την πείνα ή την κούραση
    αυτή η δίαιτα μ' έχει ξελιγώσει στην πείνα
  2. προκαλώ σε κάποιον δυσφορία δίνοντάς του πολλά γλυκά και καθόλου νερό
     συνώνυμα: λιγώνω
  3. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να γελάσει πολύ (συνήθως στους παθητικούς τύπους)
    ξελιγώθηκα στα γέλια! τρέχουν δάκρυα απ' τα μάτια μου!

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία