Ετυμολογία

επεξεργασία
avide < λατινική avidus < avere, επιθυμώ σφοδρά

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
avide avides

avide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
avide < avid- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

avide (eo)