Ετυμολογία

επεξεργασία
λιγουρεύομαι < λιγούρ(α) + -εύομαι

λιγουρεύομαι, π.αόρ.: λιγουρεύτηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. επιθυμώ (να φάω κάτι), ορέγομαι, νιώθω λιγούρα (για κάτι),
    ⮡  λιγουρεύομαι να φάω μουσακά, αλλά ποιος να το φτιάξει τόσο μπελαλίδικο φαγητό!
    ⮡  είδα τα γεμιστά και τα λιγουρεύτηκα
  2. (μεταφορικά) επιθυμώ
    ⮡  για δες το γερο-μπισμπίκη που λιγουρεύεται τις εικοσάρες!

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία