Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πάμφτωχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πάμφτωχ
ος
η
πάμφτωχ
η
το
πάμφτωχ
ο
γενική
του
πάμφτωχ
ου
της
πάμφτωχ
ης
του
πάμφτωχ
ου
αιτιατική
τον
πάμφτωχ
ο
την
πάμφτωχ
η
το
πάμφτωχ
ο
κλητική
πάμφτωχ
ε
πάμφτωχ
η
πάμφτωχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πάμφτωχ
οι
οι
πάμφτωχ
ες
τα
πάμφτωχ
α
γενική
των
πάμφτωχ
ων
των
πάμφτωχ
ων
των
πάμφτωχ
ων
αιτιατική
τους
πάμφτωχ
ους
τις
πάμφτωχ
ες
τα
πάμφτωχ
α
κλητική
πάμφτωχ
οι
πάμφτωχ
ες
πάμφτωχ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πάμφτωχος
<
παμ-
(
παν-
) +
φτωχός
Επίθετο
επεξεργασία
πάμφτωχος, -η, -ο
(
επιτατικό επίθετο
) πάρα πολύ
φτωχός
≠
αντώνυμα
:
ζάπλουτος
,
πάμπλουτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πάμφτωχος
αγγλικά
:
neediest
(en)