πάμπλουτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάμπλουτος < αρχαία ελληνική πάμπλουτος < πᾶς + πλοῦτος
Επίθετο
επεξεργασίαπάμπλουτος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) πάρα πολύ πλούσιος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πάμπλουτος