ζάπλουτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζάπλουτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζάπλουτος[1] < ζά- + πλοῦτος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈza.plu.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζά‐πλου‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαζάπλουτος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) πάρα πολύ πλούσιος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πάμπλουτος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζάπλουτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζάπλουτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαζάπλουτος, -ος, -ον
- πολύ πλούσιος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 32.5
- πολλοὶ μὲν γὰρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἄνολβοί εἰσι, πολλοὶ δὲ μετρίως ἔχοντες βίου εὐτυχέες.
- Γιατί υπάρχουν ζάπλουτοι άνθρωποι, δυστυχισμένοι όμως, και άλλοι με μετρημένα αγαθά, αλλά ευτυχείς.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- πολλοὶ μὲν γὰρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἄνολβοί εἰσι, πολλοὶ δὲ μετρίως ἔχοντες βίου εὐτυχέες.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 1282 (1281-1282)
- κακῶν δὲ λέκτρων μὴ ᾽πιθυμίαν ἔχειν, | μηδ᾽ εἰ ζαπλούτους οἴσεται φερνὰς δόμοις;
- και ν᾽ αποφεύγει τους κακούς τούς γάμους, | ακόμα κι αν του φέρνουνε πολλά προικιά.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- κακῶν δὲ λέκτρων μὴ ᾽πιθυμίαν ἔχειν, | μηδ᾽ εἰ ζαπλούτους οἴσεται φερνὰς δόμοις;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 32.5
Συγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαζάπλουτος (αρχαία ελληνικά)
Πηγές
επεξεργασία- ζάπλουτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζάπλουτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.