ζά-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζά- < αρχαία ελληνική ζά- < ζά (αιολικός τύπος διά)
Πρόθημα
επεξεργασίαζά-
- (επιτατικό) αχώριστο μόριο, επιτακτικό, με επαύξηση της έννοιας της λέξης με την οποία συντίθεται
- ⮡ ζάπλουτος (πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαόπως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζά- < ζά (αιολικός τύπος διά)
Πρόθημα
επεξεργασίαζά-
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ζά- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ζα- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ζά- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts