Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζάκορος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζάκορος
<
ζα
(
επιτατικό
μόριο) και
κορέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζάκορος
αρσενικό ή θηλυκό
διάκονος
,
υπηρέτης
ή
υπηρέτρια
σε
ναό