κορέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορέω (1,2) < → λείπει η ετυμολογία
- κορέω (3) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱer- (αυξάνω, μεγαλώνω)
Ρήμα
επεξεργασίακορέω
- σκουπίζω
- δῶμα κορήσατε (Ομήρου Οδύσσεια, 20 (υ), στ. 149)
- εξυβρίζω
- άλλη μορφή του κορέννυμι
Αναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883