Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζατρεφής < ζα (επιτατικό μόριο) και τρέφω

  Επίθετο επεξεργασία

ζατρεφής, ής, ές