→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ζάκοτος τὸ ζάκοτον
      γενική τοῦ/τῆς ζακότου τοῦ ζακότου
      δοτική τῷ/τῇ ζακότ τῷ ζακότ
    αιτιατική τὸν/τὴν ζάκοτον τὸ ζάκοτον
     κλητική ! ζάκοτε ζάκοτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ζάκοτοι τὰ ζάκοτ
      γενική τῶν ζακότων τῶν ζακότων
      δοτική τοῖς/ταῖς ζακότοις τοῖς ζακότοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ζακότους τὰ ζάκοτ
     κλητική ! ζάκοτοι ζάκοτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζακότω τὼ ζακότω
      γεν-δοτ τοῖν ζακότοιν τοῖν ζακότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζάκοτος < ζά- (επιτατικό μόριο) και κότος

  Επίθετο

επεξεργασία

ζάκοτος, -ος, -ον