ζάκοτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ζάκοτος | τὸ | ζάκοτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ζακότου | τοῦ | ζακότου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ζακότῳ | τῷ | ζακότῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ζάκοτον | τὸ | ζάκοτον | ||
κλητική ὦ! | ζάκοτε | ζάκοτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ζάκοτοι | τὰ | ζάκοτᾰ | ||
γενική | τῶν | ζακότων | τῶν | ζακότων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ζακότοις | τοῖς | ζακότοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ζακότους | τὰ | ζάκοτᾰ | ||
κλητική ὦ! | ζάκοτοι | ζάκοτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζακότω | τὼ | ζακότω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζακότοιν | τοῖν | ζακότοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαζάκοτος, -ος, -ον
- ο ιδιαίτερα οργισμένος
Πηγές
επεξεργασία- ζάκοτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζάκοτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.