Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οργισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οργισμέν
ος
η
οργισμέν
η
το
οργισμέν
ο
γενική
του
οργισμέν
ου
της
οργισμέν
ης
του
οργισμέν
ου
αιτιατική
τον
οργισμέν
ο
την
οργισμέν
η
το
οργισμέν
ο
κλητική
οργισμέν
ε
οργισμέν
η
οργισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οργισμέν
οι
οι
οργισμέν
ες
τα
οργισμέν
α
γενική
των
οργισμέν
ων
των
οργισμέν
ων
των
οργισμέν
ων
αιτιατική
τους
οργισμέν
ους
τις
οργισμέν
ες
τα
οργισμέν
α
κλητική
οργισμέν
οι
οργισμέν
ες
οργισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οργισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
οργίζω
Μετοχή
επεξεργασία
οργισμένος
που διακατέχεται από
οργή
,
θυμό
, που είναι
έξαλλος
με κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οργισμένος