ζάμπλουτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζάμπλουτος < ζάπλουτος < αρχαία ελληνική ζάπλουτος < ζά- + πλοῦτος (το μ εισχώρησε παρετυμολογικά κατ' αναλογία με το πάμπλουτος)[1]
Επίθετο
επεξεργασίαζάμπλουτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του ζάπλουτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζάμπλουτος
→ δείτε τη λέξη πάμπλουτος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζάπλουτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.