rich
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | rich |
συγκριτικός | richer |
υπερθετικός | richest |
rich (en)
- πλούσιος, που έχει πολλά χρήματα ή περιουσία
- ⮡ He’s quite rich.
- Είναι αρκετά πλούσιος.
- ⮡ We must find a way of getting rich quick.
- Πρέπει να βρούμε μια μέθοδο γρήγορου πλουτισμού.
- ⮡ He got rich off the sweat of others.
- Πλούτισε με τον ιδρώτα των άλλων.
- ≠ αντώνυμα: poor
- ⮡ He’s quite rich.
- πλούσιος, για μια χώρα που παράγει πολύ πλούτο, ώστε πολλοί από τους ανθρώπους της να μπορούν να ζουν με υψηλό επίπεδο
- ⮡ a rich country - πλούσια χώρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrich (en) (μόνο πληθυντικός)
- οι πλούσιοι, οι άνθρωποι που έχουν πολλά χρήματα ή περιουσία