Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός rich
συγκριτικός richer
υπερθετικός richest

rich (en)

  1. πλούσιος, που έχει πολλά χρήματα ή περιουσία
    ⮡  He’s quite rich.
    Είναι αρκετά πλούσιος.
    ⮡  We must find a way of getting rich quick.
    Πρέπει να βρούμε μια μέθοδο γρήγορου πλουτισμού.
    ⮡  He got rich off the sweat of others.
    Πλούτισε με τον ιδρώτα των άλλων.
     αντώνυμα: poor
  2. πλούσιος, για μια χώρα που παράγει πολύ πλούτο, ώστε πολλοί από τους ανθρώπους της να μπορούν να ζουν με υψηλό επίπεδο
    ⮡  a rich country - πλούσια χώρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rich (en) (μόνο πληθυντικός)

  • οι πλούσιοι, οι άνθρωποι που έχουν πολλά χρήματα ή περιουσία
    ⮡  The rich get richer and the poor get poorer.
    Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
     αντώνυμα: poor