πάμπτωχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πάμπτωχος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) πάρα πολύ πτωχός
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάμπτωχος
|
πάμπτωχος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
|