βαθύπλουτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαθύπλουτος < αρχαία ελληνική βαθύπλουτος < βαθύς + πλοῦτος
Επίθετο
επεξεργασίαβαθύπλουτος -η -ο
- πάρα πολύ πλούσιος
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πάμπλουτος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βαθύπλουτος
|