αναγουλιαστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναγουλιαστικά < αναγουλιαστικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
αναγουλιαστικά
- με αναγουλιαστικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναγουλιαστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αναγουλιαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναγουλιαστικός