Δείτε επίσης: interfère, interféré
ενεστώτας interfere
γ΄ ενικό ενεστώτα interferes
αόριστος interfered
παθητική μετοχή interfered
ενεργητική μετοχή interfering

interfere (en)

  1. επεμβαίνω, παρεμβαίνω
     συνώνυμα: intervene
  2. συγκρούομαι

Συγγενικά

επεξεργασία