interfere
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | interfere |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interferes |
αόριστος | interfered |
παθητική μετοχή | interfered |
ενεργητική μετοχή | interfering |
Ρήμα
επεξεργασίαinterfere (en)
Δείτε επίσης : interfère, interféré |
ενεστώτας | interfere |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interferes |
αόριστος | interfered |
παθητική μετοχή | interfered |
ενεργητική μετοχή | interfering |
interfere (en)