intervene
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | intervene |
γ΄ ενικό ενεστώτα | intervenes |
αόριστος | intervened |
παθητική μετοχή | intervened |
ενεργητική μετοχή | intervening |
Ρήμα
επεξεργασίαintervene (en)
ενεστώτας | intervene |
γ΄ ενικό ενεστώτα | intervenes |
αόριστος | intervened |
παθητική μετοχή | intervened |
ενεργητική μετοχή | intervening |
intervene (en)