intervention
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intervention | interventions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintervention (en)
- η επέμβαση
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intervention | interventions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintervention (fr) θηλυκό
- η επέμβαση, η παρέμβαση
- η μεσολάβηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη intervenir