ενικός         πληθυντικός  
intervention interventions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intervention (en)



      ενικός         πληθυντικός  
intervention interventions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intervention (fr) θηλυκό

  1. η επέμβαση, η παρέμβαση
  2. η μεσολάβηση


Συγγενικά

επεξεργασία