ενικός         πληθυντικός  
intervention interventions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intervention (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η παρέμβαση, η επέμβαση
    ⮡  The poor political situation led to direct intervention by the military.
    Η κακή πολιτική κατάσταση οδήγησε σε ευθεία παρέμβαση του στρατού.



      ενικός         πληθυντικός  
intervention interventions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intervention (fr) θηλυκό

  1. η επέμβαση, η παρέμβαση
  2. η μεσολάβηση


Συγγενικά

επεξεργασία