intervention
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intervention | interventions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintervention (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η παρέμβαση, η επέμβαση
- ⮡ The poor political situation led to direct intervention by the military.
- Η κακή πολιτική κατάσταση οδήγησε σε ευθεία παρέμβαση του στρατού.
- ⮡ The poor political situation led to direct intervention by the military.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intervention | interventions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintervention (fr) θηλυκό
- η επέμβαση, η παρέμβαση
- η μεσολάβηση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη intervenir