Ετυμολογία

επεξεργασία
non-intervention < non- + intervention

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

non-intervention (en) (μη μετρήσιμο)

  • (πολιτική) η μη επέμβαση
    ⮡  the principle of non-intervention in the internal affairs of other states - η αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλων κρατών



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
non-intervention non-interventions

non-intervention (fr) θηλυκό