Δείτε επίσης: επεμβαίνω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπεμβαίνω < ἐπί + ἐν + βαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπεμβαίνω

  1. πατάω πάνω σε κάτι
  2. μπαρκάρω
  3. ποδοπατάω, καταπατώ
  4. (μεταφορικά) επικρίνω