Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
verletzen
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
verletzen
(de)
(
μεταβατικό
)
πληγώνω
,
τραυματίζω
(
reflexiv
)
πληγώνομαι
,
τραυματίζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία
verletzbar
verletzend
verletzlich
Verletzte
Verletzung