Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
affect affects

affect (en)

ενεστώτας affect
γ΄ ενικό ενεστώτα affects
αόριστος affected
παθητική μετοχή affected
ενεργητική μετοχή affecting

affect (en)

  1. επηρεάζω, επιδρώ, προκαλώ αλλαγή σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  The climate affected his health.
    Το κλίμα επηρέασε την υγεία του.
    ⮡  The new measures are negatively affecting the economy.
    Τα νέα μέτρα επιδρούν αρνητικά στην οικονομία.
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) προσβάλλω, για αρρώστια που προσβάλλει ένα μέρος του σώματος
    ⮡  His lungs had been affected by cancer.
    Τα πνευμόνια του είχαν προσβληθεί από καρκίνο.
  3. (συνήθως στην παθητική φωνή) συγκινώ, κάνω κάποιον να αισθάνεται πολύ λυπημένος για κάποιον ή κάτι
    ⮡  We are all deeply affected.
    Είμαστε όλοι βαθιά συγκινημένοι.
     συνώνυμα:  move και touch
  4. (επίσημο) προσποιούμαι κάτι
    ⮡  He affected ignorance.
    Προσποιήθηκε άγνοια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pretend