affect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
affect | affects |
affect (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | affect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | affects |
αόριστος | affected |
παθητική μετοχή | affected |
ενεργητική μετοχή | affecting |
affect (en)
- επηρεάζω, επιδρώ, προκαλώ αλλαγή σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ The climate affected his health.
- Το κλίμα επηρέασε την υγεία του.
- ⮡ The new measures are negatively affecting the economy.
- Τα νέα μέτρα επιδρούν αρνητικά στην οικονομία.
- ⮡ The climate affected his health.
- (συνήθως στην παθητική φωνή) προσβάλλω, για αρρώστια που προσβάλλει ένα μέρος του σώματος
- ⮡ His lungs had been affected by cancer.
- Τα πνευμόνια του είχαν προσβληθεί από καρκίνο.
- ⮡ His lungs had been affected by cancer.
- (συνήθως στην παθητική φωνή) συγκινώ, κάνω κάποιον να αισθάνεται πολύ λυπημένος για κάποιον ή κάτι
- (επίσημο) προσποιούμαι κάτι