Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

affected (en)

  1. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του affect

  Επίθετο

επεξεργασία

affected (en)

  1. πειραγμένος, αλλαγμένος, τεχνητός, προσποιητός, επιτηδευμένος
    He spoke with an affected English accent. (Μιλούσε με επιτηδευμένη βρετανική προφορά)
  2. επηρεασμένος συναισθηματικά, αγγιγμένος από κάτι, συγκινημένος
  3. επηρεασμένος από κάτι αρνητικά, πληγείς, θιγμένος, με επιπτώσεις από αρρώστια, φυσική καταστροφή