affected
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαaffected (en)
Επίθετο
επεξεργασίαaffected (en)
- πειραγμένος, αλλαγμένος, τεχνητός, προσποιητός, επιτηδευμένος
- He spoke with an affected English accent. (Μιλούσε με επιτηδευμένη βρετανική προφορά)
- επηρεασμένος συναισθηματικά, αγγιγμένος από κάτι, συγκινημένος
- επηρεασμένος από κάτι αρνητικά, πληγείς, θιγμένος, με επιπτώσεις από αρρώστια, φυσική καταστροφή