Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλλαγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλλαγμέν
ος
η
αλλαγμέν
η
το
αλλαγμέν
ο
γενική
του
αλλαγμέν
ου
της
αλλαγμέν
ης
του
αλλαγμέν
ου
αιτιατική
τον
αλλαγμέν
ο
την
αλλαγμέν
η
το
αλλαγμέν
ο
κλητική
αλλαγμέν
ε
αλλαγμέν
η
αλλαγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλλαγμέν
οι
οι
αλλαγμέν
ες
τα
αλλαγμέν
α
γενική
των
αλλαγμέν
ων
των
αλλαγμέν
ων
των
αλλαγμέν
ων
αιτιατική
τους
αλλαγμέν
ους
τις
αλλαγμέν
ες
τα
αλλαγμέν
α
κλητική
αλλαγμέν
οι
αλλαγμέν
ες
αλλαγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλλαγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αλλάζω
Μετοχή
επεξεργασία
αλλαγμένος
που έχει
αλλάξει
,
διαφοροποιηθεί
τον είδα κάπως
αλλαγμένο
σε σχέση με την τελευταία φορά (=οι τρόποι του είναι κάπως διαφορετικοί, «
δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος
»)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλλαγμένος
αγγλικά
:
changed
(en)
γαλλικά
:
changé
(fr)
,
modifié
(fr)
τουρκικά
:
değişik
(tr)