αλλαγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλλάζω
Μετοχή επεξεργασία
αλλαγμένος
- που έχει αλλάξει, διαφοροποιηθεί
- τον είδα κάπως αλλαγμένο σε σχέση με την τελευταία φορά (=οι τρόποι του είναι κάπως διαφορετικοί, « δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος »)