↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλαγμένος η αλλαγμένη το αλλαγμένο
      γενική του αλλαγμένου της αλλαγμένης του αλλαγμένου
    αιτιατική τον αλλαγμένο την αλλαγμένη το αλλαγμένο
     κλητική αλλαγμένε αλλαγμένη αλλαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλαγμένοι οι αλλαγμένες τα αλλαγμένα
      γενική των αλλαγμένων των αλλαγμένων των αλλαγμένων
    αιτιατική τους αλλαγμένους τις αλλαγμένες τα αλλαγμένα
     κλητική αλλαγμένοι αλλαγμένες αλλαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλλάζω

αλλαγμένος

  1. που έχει αλλάξει, διαφοροποιηθεί
    τον είδα κάπως αλλαγμένο σε σχέση με την τελευταία φορά (=οι τρόποι του είναι κάπως διαφορετικοί, « δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος »)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία