Ουσιαστικό

επεξεργασία

affront (en)

affront (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
affront < affronter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fʁɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
affront affronts

affront (fr) αρσενικό