εγκαυστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκαυστικός < ελληνιστική κοινή ἐγκαυστικός
Επίθετο επεξεργασία
εγκαυστικός
- που έχει σχέση με την εγκαυστική ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εγκαυστική και καίω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκαυστικός
|