δηκτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Από το ρήμα δάκνω, δαγκώνω.
Επίρρημα επεξεργασία
δηκτικά
- Προκλητικά, πειρακτικά.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δηκτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δηκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δηκτικό