σκορπίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκορπίδι | τα | σκορπίδια |
γενική | του | σκορπιδιού | των | σκορπιδιών |
αιτιατική | το | σκορπίδι | τα | σκορπίδια |
κλητική | σκορπίδι | σκορπίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκορπίδι ουδέτερο
- (ιχθυολογία, ψάρι) το ψάρι σκορπιός
- (βοτανική, λαϊκότροπο) το φυτό αδίαντο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκορπίδι
|