↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκορπίνα οι σκορπίνες
      γενική της σκορπίνας των σκορπίνων
    αιτιατική τη σκορπίνα τις σκορπίνες
     κλητική σκορπίνα σκορπίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Scorpaena onaria

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκορπίνα < σκορπ(ιός) + -ίνα[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκορπίνα θηλυκό

  • (ψάρι) γένος ψαριών με μεγάλο κεφάλι, κόκκινο χρώμα και με πολλές άκανθες

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία