Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκόρπαινα οι σκόρπαινες
      γενική της σκόρπαινας των σκορπαινών
    αιτιατική τη σκόρπαινα τις σκόρπαινες
     κλητική σκόρπαινα σκόρπαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σκόρπαινα, Scorpaena onaria

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκόρπαινα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκόρπαινα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈskoɾ.pe.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκόρ‐παι‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκόρπαινα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία