↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πικρόχολος η πικρόχολη το πικρόχολο
      γενική του πικρόχολου της πικρόχολης του πικρόχολου
    αιτιατική τον πικρόχολο την πικρόχολη το πικρόχολο
     κλητική πικρόχολε πικρόχολη πικρόχολο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πικρόχολοι οι πικρόχολες τα πικρόχολα
      γενική των πικρόχολων των πικρόχολων των πικρόχολων
    αιτιατική τους πικρόχολους τις πικρόχολες τα πικρόχολα
     κλητική πικρόχολοι πικρόχολες πικρόχολα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πικρόχολος < αρχαία ελληνική πικρόχολος < πικρός + χολή

  Επίθετο

επεξεργασία

πικρόχολος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πικρόχολος τὸ πικρόχολον
      γενική τοῦ/τῆς πικροχόλου τοῦ πικροχόλου
      δοτική τῷ/τῇ πικροχόλ τῷ πικροχόλ
    αιτιατική τὸν/τὴν πικρόχολον τὸ πικρόχολον
     κλητική ! πικρόχολε πικρόχολον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πικρόχολοι τὰ πικρόχολ
      γενική τῶν πικροχόλων τῶν πικροχόλων
      δοτική τοῖς/ταῖς πικροχόλοις τοῖς πικροχόλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πικροχόλους τὰ πικρόχολ
     κλητική ! πικρόχολοι πικρόχολ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πικροχόλω τὼ πικροχόλω
      γεν-δοτ τοῖν πικροχόλοιν τοῖν πικροχόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πικρόχολος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πικρόχολος, -ος, -ον

  1. που είναι γεμάτος με πικρή χολή
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 36, @scaife.perseus
    σιτίου δέ στερῆσαι τελέως· καὶ ἢν μὲν πικρόχολος φύσει ᾖ, ὀξύγλυκυ εὐῶδες ὀλίγον ἐπὶ ὕδωρ ἐπιστάζοντα, τουτέῳ διαιτᾷν· ἢν δὲ μὴ πικρόχολος ᾖ, ὕδατι πόματι χρῆσθαι·
     αντώνυμα: μελάγχολος
  2. (μεταφορικά) κακόβουλος, μοχθηρός

Συγγενικά

επεξεργασία