πικρόχολος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πικρόχολος < αρχαία ελληνική πικρόχολος < πικρός + χολή
Επίθετο επεξεργασία
πικρόχολος, -η, -ο
- (μεταφορικά) που βγάζει χολή, που στάζει φαρμάκι, που πάντα λέει αρνητικά σχόλια σε κάποιον με σκοπό να πικράνει, να πληγώσει
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πικρόχολος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πικρόχολος, -ος, -ον
- που είναι γεμάτος με πικρή χολή
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 36, @scaife.perseus
- σιτίου δέ στερῆσαι τελέως· καὶ ἢν μὲν πικρόχολος φύσει ᾖ, ὀξύγλυκυ εὐῶδες ὀλίγον ἐπὶ ὕδωρ ἐπιστάζοντα, τουτέῳ διαιτᾷν· ἢν δὲ μὴ πικρόχολος ᾖ, ὕδατι πόματι χρῆσθαι·
- ≠ αντώνυμα: μελάγχολος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 36, @scaife.perseus
- (μεταφορικά) κακόβουλος, μοχθηρός
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πικρόχολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πικρόχολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.