φαρμακερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφαρμακερός, -ή, -ό
- δηλητηριώδης
- ※ Δεν ξέρω πώς είχα καταφέρει μόνος μου να γνωρίζω τα καλά χόρτα από τα κακά, τα φαρμακερά από τ' αθώα, θυμάμαι ακόμα πως έτρωγα και τα γαϊδουράγκαθα. (Παύλος Νιρβάνας Πρώτη αγάπη [διήγημα])
- αιχμηρός, δηκτικός, κακός
- φαρμακερά σχόλια
- δριμύς
- φαρμακερό κρύο