skorpio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- skorpio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skorpio | skorpioj |
αιτιατική | skorpion | skorpiojn |
skorpio (eo)
- (εντομολογία) ο σκορπιός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skorpio | skorpioj |
αιτιατική | skorpion | skorpiojn |
skorpio (eo)