↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλλίστρα οι βαλλίστρες
      γενική της βαλλίστρας των βαλλιστρών
    αιτιατική τη βαλλίστρα τις βαλλίστρες
     κλητική βαλλίστρα βαλλίστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βαλλίστρα σε πολιορκία.
 
Φορητή βαλλίστρα του 16ου αιώνα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαλλίστρα < (αντιδάνειο) (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαλλίστρα < υστερολατινική ballistra < ελληνιστική κοινή βαλλίστρα < αρχαία ελληνική βάλλω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaˈli.stɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαλ‐λί‐στρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαλλίστρα θηλυκό

  1. (οπλισμός, ιστορία) πολεμικό όπλο της αρχαιότητας και του μεσαίωνα που χρησιμοποιούσε μηχανισμό παρόμοιο με του τόξου για να εκτοξεύει βλήματα διαφόρων ειδών, πέτρες ή βέλη
     συνώνυμα: καταπέλτης
  2. (οπλισμός) φορητό όπλο, είδος τόξου με στέλεχος για στήριξη και σκόπευση και μηχανισμό σκανδάλης

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαλλίστρα < (αντιδάνειο) (άμεσο δάνειο) υστερολατινική ballistra < ελληνιστική κοινή βαλλίστρα < αρχαία ελληνική βάλλω [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαλλίστρα θηλυκό

  • (οπλισμός) → δείτε τη λέξη βαλλίστρα
    ※  6ος αιώνας - Προκόπιος (500‑565) Ὑπὲρ τῶν Πολέμων Λόγοι, Procop.Goth. (De Bello Gothico) 1.22.21
    ὡς μήτε τῇ καλουμένῃ βαλλίστρᾳ χρῆσθαι τοὺς φύλακας οἵους τε εἶναι

  Αναφορές

επεξεργασία